- πυόρροια φατνιακή
- (Ιατρ.). Χρόνια πυώδης φλεγμονή των ιστών που περιβάλλουν το δόντι (περιοδοντίτιδα). Εμφανίζεται πιο εύκολα σε ηλικιωμένα άτομα, συχνά σε αρθριτικούς και διαβητικούς. Ο φατνιακός σύνδεσμος καταστρέφεται και τα δόντια αρχικά κουνιούνται και αργότερα πέφτουν· αυτό παρατηρείται ιδίως στους κάτω κοπτήρες· συγχρόνως από τα ούλα ρέει πύο, γενικά σε μικρή ποσότητα, και, εξαιτίας της αποσύνθεσης των ιστών, εμφανίζεται κάκοσμη απόπνοια. Η π. προκαλείται από σπειροχαίτες και ατρακτοβακτηρίδια και ευνοείται από χρόνιους ερεθισμούς των ούλων που προκαλούνται από ξένα σώματα. Πρωτίστως οφείλεται στην τερηδόνα (εναπόθεση αλάτων ασβεστίου πάνω σε απολεπισμένα επιθηλιακά κύτταρα και μικρόβια), που αποκολλά μηχανικά τα ούλα από τα δόντια και εισχωρεί μεταξύ δοντιού και περιοδοντίου. Η θεραπεία, συνήθως δύσκολη και μεγάλης διάρκειας, κατευθύνεται προς τα γενικά και τοπικά αίτια· χρησιμοποιούνται επίσης εμφυσήσεις οξυγόνου μεταξύ δοντιού και ούλων.
Dictionary of Greek. 2013.